ταχυμαθής
Смотреть что такое "ταχυμαθής" в других словарях:
ταχυμαθής — ές, ΝΑ αυτός που μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μαθής (< μάθος (τό) «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. πολυ μαθής] … Dictionary of Greek
ταχυμαθεῖς — ταχυμαθής quick to learn masc/fem acc pl ταχυμαθής quick to learn masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek
ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… … Dictionary of Greek
ταχυμάθεια — η, Ν το να μαθαίνει κανείς γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυμαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Νικόλ. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχύμαθος — η, ο, Ν ταχυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μαθος (< μαθαίνω / μανθάνω), πρβλ. ξέ μαθος] … Dictionary of Greek